- δαρμός
- οξυλοκόπημα, μαστίγωμα, δάρσιμο: Κατά τη διαδήλωση έγινε άγριος δαρμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαρμός — ο (AM δαρμός) [δέρω] το να δέρνει κανείς κάποιον με τα χέρια, με ξύλο ή μαστίγιο νεοελλ. 1. θρήνος, οδυρμός («με λιγωμάρες και δαρμούς τόν αποχαιρετούσα», Ερωτόκριτος) 2. παροιμ. «δαρμός, αγιασμός» πρέπει να δέρνεται ο απείθαρχος … Dictionary of Greek
αγριόξυλο — το 1. σκληρό ξύλο ακατάλληλο για ξυλουργική επεξεργασία 2. σκληρός δαρμός, άγριο ξυλοκόπημα … Dictionary of Greek
αλληλοδαρμός — ο το να δέρνει ο ένας τον άλλο, ο αμοιβαίος ξυλοδαρμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + δαρμός (< δέρω «δέρνω»)] … Dictionary of Greek
δάρμα — Βλ. λ. ντάρμα. * * * (I) το [δέρω] δαρμός. (II) δάρμα, το (Α) δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Δελφικός τ. αντί τού δέρμα*] … Dictionary of Greek
δάρσιμο — το ο δαρμός νεοελλ. έντονη και συνεχής ανατάραξη υγρού προϊόντος («το δάρσιμο τού γάλακτος», για να αφαιρεθεί το βούτυρο). [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρω, εδάρην (πρβλ. γδάρσιμο < γδέρνω έγδειρα)] … Dictionary of Greek
δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… … Dictionary of Greek
μαγγλάβιον — μαγγλάβιον, τὸ (Μ) 1. ράβδος, μαγκούρα, ρόπαλο 2. συνεκδ. ραβδισμός, δαρμός με ρόπαλο … Dictionary of Greek
μαστίγωμα — το 1. η ενέργεια τού μαστιγώνω, η μαστίγωση, χτύπημα με μαστίγιο 2. (γενικά) δάρσιμο, δαρμός 3. μτφ. δριμύς έλεγχος ο οποίος ασκείται εγγράφως ή προφορικώς κυρίως εναντίον πολιτικού αλλά και οποιουδήποτε άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστιγώνω. Η λ.… … Dictionary of Greek
μαστίγωση — η (Α μαστίγωσις, εως) [μαστιγώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαστιγώνω, δαρμός, χτύπημα με μαστίγιο, μαστίγωμα 2. είδος ποινής σε διάφορες εποχές 3. είδος ιεροτελεστίας κατά την αρχαιότητα … Dictionary of Greek
μερεμέτι — το 1. (ιδίως για οικοδόμημα) επιδιόρθωση, επισκευή 2. μτφ. α) δριμεία επίπληξη β) ανηλεής δαρμός, ξυλοκόπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. meremet] … Dictionary of Greek